Κανάριοι νήσοι

Κανάριοι νήσοι
οι Канарские острова

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Κανάριοι νήσοι" в других словарях:

  • Κανάριοι νήσοι — (Islas Canarias). Νησιωτικό σύμπλεγμα (7.447 τ. χλμ. 1.694.477 κάτ. το 2001) της Ισπανίας στον Ατλαντικό ωκεανό, σε μικρή απόσταση από τις βορειοδυτικές ακτές της Αφρικής. Το σύμπλεγμα απαρτίζεται από επτά κύρια νησιά και αρκετά μικρότερα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… …   Dictionary of Greek

  • Ατλαντικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (106.100.000 τ. χλμ.) ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αφρική και τη Βόρεια και Νότια Αμερική. Ανάμεσα στις ηπειρωτικές μάζες της Ευρώπης και της Αφρικής στα ανατολικά και στα δυτικά της Αμερικής απλώνεται η απέραντη θαλάσσια έκταση… …   Dictionary of Greek

  • κανάριο(ν) — το 1. το καναρίνι* 2. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας βουρσερίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «καναρίνι» είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < νεολατ. canarius τής επιστημονικής ονομασίας τού καναρινιού serinus canarius < ισπ. Canarias islas… …   Dictionary of Greek

  • καναρί — το 1. γοργός γαλλικός χορός τού 17ου αιώνα 2. (για χρώματα) απόχρωση τού ξανθού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο χορός είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < γαλλ. canarie < ισπ. canaria < Canarias islas (Κανάριοι νήσοι). Το χρώμα < καναρίνι ή …   Dictionary of Greek

  • καναρίνι — (Serinous canarius canarius). Στρουθιόμορφο σποροφάγο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενές των Καναρίων νήσων, των Αζορών και της Μαδέρας. Τα κ. εισήχθησαν στην Ισπανία το 1478, μετά την κατάκτηση των Κανάριων νήσων από τους Ισπανούς, οι… …   Dictionary of Greek

  • Ανκιέτα, Ζοζέ ντε- — (Jose de Anchieta, Κανάριοι Νήσοι 1530 – Βραζιλία 1597). Πορτογάλος ιεραπόστολος, γνωστός και ως απόστολος της Βραζιλίας. Γιος Ισπανού ευγενή σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα. Σε ηλικία 18 ετών έγινε μέλος της Εταιρείας των Ιησουιτών. Νέος… …   Dictionary of Greek

  • Άτλας — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ουρανού και της Γης και αδερφός του Κρόνου. Άλλη εκδοχή τον παρουσιάζει γιο του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης, αδελφό του Προμηθέα του Επιμηθέα και του Μενοιτίου. Ανήκε στη γενιά των θεών που προηγήθηκαν των… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που εδρεύει στο Παρίσι.Ιδρύθηκε το 1963 με την έκδοση Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου και υπάγεται. Περιλαμβάνει,… …   Dictionary of Greek

  • Κλαβίχο ι Φαχάρδο, Χοσέ — (JoseClavijo y Fajardo, Λατζαρότε, Κανάριοι νήσοι 1730 – Μαδρίτη 1806). Ισπανός συγγραφέας, δημοσιογράφος και φυσιοδίφης. Σπούδασε στη Γαλλία, όπου γνώρισε τον Βολτέρο, τον Ντιντερό και τον Μπιφόν, του οποίου μετέφρασε το έργο Φυσική ιστορία.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»